Interdykt στα ελληνικά
Μετάφραση: interdykt, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαγορεύω, αποκλείω, απαγόρευση, αποκλεισμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- interaktywny στα ελληνικά - διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικό, διαδραστικών
- intercyza στα ελληνικά - γάμος, άρθρα, είδη, άρθρων, αντικείμενα, των άρθρων
- interdyscyplinarny στα ελληνικά - διεπιστημονική, διεπιστημονικό, διεπιστημονικών, διεπιστημονικής, διεπιστημονικές
- interes στα ελληνικά - επιτήδευμα, προδίδω, επάγγελμα, υπόθεση, δουλειά, αγορά, τόκος, ...
Τυχαίες λέξεις
Interdykt στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαγορεύω, αποκλείω, απαγόρευση, αποκλεισμός
Μεταφράσεις: απαγορεύω, αποκλείω, απαγόρευση, αποκλεισμός