Interesowność στα ελληνικά
Μετάφραση: interesowność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδιαφέρον, επιτόκιο, τόκος, ιδιοτέλεια, προσωπικό συμφέρον, προσωπικού συμφέροντος, το προσωπικό συμφέρον, ιδιοτέλειας
Μεταφράσεις
- interesant στα ελληνικά - πελάτης
- interesować στα ελληνικά - προβληματισμός, τόκος, ανησυχία, ενδιαφέρον, επιτόκιο, ενδιαφέροντος, συμφέρον, ...
- interesowny στα ελληνικά - μισθοφορικός, μισθοφόρος, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
- interesująco στα ελληνικά - ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες
Τυχαίες λέξεις
Interesowność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδιαφέρον, επιτόκιο, τόκος, ιδιοτέλεια, προσωπικό συμφέρον, προσωπικού συμφέροντος, το προσωπικό συμφέρον, ιδιοτέλειας
Μεταφράσεις: ενδιαφέρον, επιτόκιο, τόκος, ιδιοτέλεια, προσωπικό συμφέρον, προσωπικού συμφέροντος, το προσωπικό συμφέρον, ιδιοτέλειας