Interpretować στα ελληνικά

Μετάφραση: interpretować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερμηνεύω, διαβάζω, ερμηνεύσει, ερμηνεύουν, ερμηνεύει, ερμηνεύσουν
Interpretować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • interpretator στα ελληνικά - διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων
  • interpreter στα ελληνικά - διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων
  • interpretujący στα ελληνικά - ερμηνεία, ερμηνεύοντας, διερμηνεία, διερμηνείας, την ερμηνεία
  • interpunkcja στα ελληνικά - στίξη, στίξης, σημεία στίξης, στίξεως, σημείων στίξης
Τυχαίες λέξεις
Interpretować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερμηνεύω, διαβάζω, ερμηνεύσει, ερμηνεύουν, ερμηνεύει, ερμηνεύσουν