Inwigilować στα ελληνικά
Μετάφραση: inwigilować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέπω, ρολόι, παρακολουθώ, φρουρά
Μεταφράσεις
- inwestytura στα ελληνικά - περιβολή, ανάληψη, ανάληψης, την ανάληψη, ανάληψη των
- inwigilacja στα ελληνικά - επιτήρηση, επιτήρησης, εποπτείας, εποπτεία, εποπτείας της
- inwit στα ελληνικά - προσκαλώ, προσκλητικός, προσκλητήριου, invitational, προσκλητήριο, προσκλητικών
- inwokacja στα ελληνικά - επίκληση, επίκλησης, την επίκληση, επίκλησή
Τυχαίες λέξεις
Inwigilować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέπω, ρολόι, παρακολουθώ, φρουρά
Μεταφράσεις: βλέπω, ρολόι, παρακολουθώ, φρουρά