Jęk στα ελληνικά

Μετάφραση: jęk, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, ουρλιάζω, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό
Jęk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asesor στα ελληνικά - εκτιμητής, αξιολογητή, βαθμολογητή, αξιολογητής, βαθμολογητής
  • bagatela στα ελληνικά - εντοπίζω, πραγματάκι, μηδαμινό τι, Bagatelle, μπαγκατέλα
  • cherlactwo στα ελληνικά - έσχατο γήρας, εξασθένησή, την εξασθένησή, εξασθένηση, εξασθένησης
  • drapać στα ελληνικά - αμυχή, σκαρφαλώνω, γρατσουνιά, ξύνω, διαταράσσω, γρατσουνίζω, Scratch, ...
Τυχαίες λέξεις
Jęk στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, ουρλιάζω, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό