Jednocześnie στα ελληνικά

Μετάφραση: jednocześnie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονα, εφάπαξ, κάποτε, συγχρόνως, την ίδια στιγμή, παράλληλα, ταυτοχρόνως
Jednocześnie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autotypia στα ελληνικά - autotype
  • biadolenie στα ελληνικά - βελάζω, στενάζω, μουγκρητό, μουγκρίζω, Θρήνοι, θρήνους, μοιρολόγια
  • depresja στα ελληνικά - ελάττωση, κατάθλιψη, ύφεση, μείωση, κατάθλιψης, την κατάθλιψη, της κατάθλιψης, ...
  • filiera στα ελληνικά - περιδινητή, κλωστική μηχανή, νηματοποιητικής ολκού, μήτρας νηματοποίησης, νηματοποιητικής
Τυχαίες λέξεις
Jednocześnie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, εφάπαξ, κάποτε, συγχρόνως, την ίδια στιγμή, παράλληλα, ταυτοχρόνως