Jednostka στα ελληνικά

Μετάφραση: jednostka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτυχίο, μονάδα, άτομο, μέτρο, μετρώ, οντότητα, βαθμός, ατομικός, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Jednostka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • babsztyl στα ελληνικά - νεφρίτης, νεφρίτη, jade, από νεφρίτη
  • biblioman στα ελληνικά - bibliomaniac
  • bokser στα ελληνικά - πυγμάχος, μπόξερ, μποξέρ, boxer, πυγμάχο
  • fama στα ελληνικά - φημολογία, φήμη, Fama, τους Fama, Οι Fama, του Fama
Τυχαίες λέξεις
Jednostka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτυχίο, μονάδα, άτομο, μέτρο, μετρώ, οντότητα, βαθμός, ατομικός, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα