Μονάδα στα πολωνικά

Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
część, jedynka, element, segment, agregat, zespół, rozdział, jednostka, urządzenie, jednostki
Μονάδα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονάδα

μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας πολωνικά, μονάδα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μολύνω στα πολωνικά - zarażać, infekować, skażać, zarazić, zakażać, zanieczyszczać, zainfekować, ...
  • μομφή στα πολωνικά - krytyka, zarzut, wyrzut, wymówka, hańba, karcenie
  • μονή στα πολωνικά - klasztor, opactwo, opactwa, abbey, sakralne
  • μοναδικός στα πολωνικά - pojedynczy, osobliwy, unikatowy, jedyny, dziwny, swoisty, unikalny, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: część, jedynka, element, segment, agregat, zespół, rozdział, jednostka, urządzenie, jednostki