Kalkować στα ελληνικά

Μετάφραση: kalkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαλύπτω, ίχνος, ανιχνεύω, υπόλειμμα, ίχνη, εντοπίζουν, εντοπισμό, τον εντοπισμό
Kalkować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • azotawy στα ελληνικά - υποξείδιο, υποξείδιο του, το υποξείδιο, το υποξείδιο του, υποξειδίου του
  • dopomagać στα ελληνικά - επικουρία, βοήθεια, αρωγή, βοηθός, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, ...
  • drugi στα ελληνικά - δεύτερον, δεύτερος, άλλος, δευτερόλεπτο, τελευταίος, άλλα, άλλες, ...
  • erozyjny στα ελληνικά - διαβρωτικός, διαβρωτική, διαβρωτικής, διαβρωτικές, διαβρωτικών
Τυχαίες λέξεις
Kalkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαλύπτω, ίχνος, ανιχνεύω, υπόλειμμα, ίχνη, εντοπίζουν, εντοπισμό, τον εντοπισμό