Kamienować στα ελληνικά
Μετάφραση: kamienować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιθοβολώ, πέτρα, πετροβολώ, lapidate
Μεταφράσεις
- akompaniować στα ελληνικά - ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύει, συνοδεύουν, συνοδεύσει, να συνοδεύει, να συνοδεύουν
- brzegowe στα ελληνικά - σύνορο, Οριακά, Συνόρων, Όριο, Boundary
- hieroglif στα ελληνικά - ιερογλυφικό, ιερογλυφικά, hieroglyph, ιερογλυφική, ιερογλυφικές
- istotny στα ελληνικά - στερεός, προστακτική, σχετικός, σημαντικός, αξιόλογος, απαραίτητος, ουσιαστικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Kamienować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιθοβολώ, πέτρα, πετροβολώ, lapidate
Μεταφράσεις: λιθοβολώ, πέτρα, πετροβολώ, lapidate