Klin στα ελληνικά

Μετάφραση: klin, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλειδί, σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός
Klin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czelny στα ελληνικά - θρασύς, αναιδής, ιταμός, αναίσχυντος, θρασείς, αναιδείς
  • doradczy στα ελληνικά - συμβουλευτικός, συμβουλευτική, συμβουλευτικής, συμβουλευτικών, συμβουλευτικές
  • dźwięk στα ελληνικά - βαθουλωμένος, κούφιος, ατμόσφαιρα, ήχος, γερός, κοίλος, τόνος, ...
  • emanowanie στα ελληνικά - εκπόρευση, απόρροια, απορροή, η εκπόρευση, πηγάζει
Τυχαίες λέξεις
Klin στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλειδί, σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός