Kluczowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: kluczowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλειδί, πληκτρολόγηση, κλειδιών, κλειδώματος, χειρισμών των, πληκτρολόγησης
Kluczowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • administracyjny στα ελληνικά - διαχειριστικός, διοικητικός, διοικητικές, διοικητικών, διοικητική, διοικητικής
  • brokatowy στα ελληνικά - χρυσοποίκιλτα, brocaded, χρυσοκεντημένων, είδη χρυσοκεντημένων
  • cembrować στα ελληνικά - ξυλεία
  • deszczułka στα ελληνικά - νάρθηκας
Τυχαίες λέξεις
Kluczowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλειδί, πληκτρολόγηση, κλειδιών, κλειδώματος, χειρισμών των, πληκτρολόγησης