Kolektyw στα ελληνικά
Μετάφραση: kolektyw, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικό, συλλογικός, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezpodstawny στα ελληνικά - αδρανής, άνεργος, τεμπέλης, αργόσχολος, ασπόνδυλος, αβάσιμος, αβάσιμη, ...
- cyna στα ελληνικά - κονσέρβα, κασσίτερος, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου
- dialekt στα ελληνικά - διάλεκτος, διάλεκτο, διαλέκτου, ιδίωμα, τη διάλεκτο
- egzotyk στα ελληνικά - εξωτικός, εξωτικά, εξωτικό, εξωτικών, εξωτική
Τυχαίες λέξεις
Kolektyw στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικό, συλλογικός, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές
Μεταφράσεις: προσωπικό, συλλογικός, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές