Kompresować στα ελληνικά
Μετάφραση: kompresować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πατικώνω, συμπιέζω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestializm στα ελληνικά - κτηνωδία, κτηνοβασία, την κτηνοβασία, κτηνώδη, κτηνωδίας
- bestialski στα ελληνικά - βάρβαρος, άγριος, κτηνώδης, κτηνώδη, κτηνώδεις, κτηνώδους, κτηνώδες
- chwalca στα ελληνικά - θαυμαστής, θαυμαστή, λάτρης, θαυμάστρια, θαυμαστής του
- drągal στα ελληνικά - αλήτης, άξεστος, αγροίκος
Τυχαίες λέξεις
Kompresować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πατικώνω, συμπιέζω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Μεταφράσεις: πατικώνω, συμπιέζω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει