Konstruować στα ελληνικά
Μετάφραση: konstruować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκελετός, χτίζω, μπόι, οικοδομώ, κορμοστασιά, σώμα, πλαίσιο, ανάστημα, κατασκευάζω, πλαισιώνω, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, κατασκευαστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bałwan στα ελληνικά - βλάκας, στουρνάρι, ίνδαλμα, φουσκώνω, κύματα, η κυματοειδής διάταξη, η κυματοειδής, ...
- chronicznie στα ελληνικά - χρονίως, χρόνια, χρόνιες, χρονικώς, με χρόνιες
- dwojaki στα ελληνικά - διπλός, διττός, διττό, διπλή, διττή
- fotoprzewodnik στα ελληνικά - φωτοαγωγού, φωτοαγωγό, του φωτοαγωγού, φωτοαγωγό για, φωτοαγωγού που
Τυχαίες λέξεις
Konstruować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκελετός, χτίζω, μπόι, οικοδομώ, κορμοστασιά, σώμα, πλαίσιο, ανάστημα, κατασκευάζω, πλαισιώνω, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, κατασκευαστεί
Μεταφράσεις: σκελετός, χτίζω, μπόι, οικοδομώ, κορμοστασιά, σώμα, πλαίσιο, ανάστημα, κατασκευάζω, πλαισιώνω, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, κατασκευαστεί