Kontuzjować στα ελληνικά

Μετάφραση: kontuzjować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μελανιά, μώλωπας, μελανιάζω, μωλωπίζω, ζουλώ
Kontuzjować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • deprawacja στα ελληνικά - διαφθορά, εξαχρείωση, τη διαφθορά, διαστροφής, την διαφθορά
  • filantropia στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, φιλανθρωπίας, η φιλανθρωπία, τη φιλανθρωπία, της φιλανθρωπίας
  • formatowanie στα ελληνικά - Μορφοποίηση, Διαμόρφωση, Η μορφοποίηση, μορφοποίησης, τη μορφοποίηση
  • gadolin στα ελληνικά - γαδολίνιο, γαδολινίου, του γαδολινίου, το γαδολίνιο, με γαδολίνιο
Τυχαίες λέξεις
Kontuzjować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μελανιά, μώλωπας, μελανιάζω, μωλωπίζω, ζουλώ