Kopać στα ελληνικά
Μετάφραση: kopać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέντρισμα, νάρκη, ερευνώ, νύξη, κλοτσώ, κασμάς, μαζεύω, ψάχνω, αναζητώ, σαρκασμός, σκάβω, μεταλλείο, συλλέγω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bek στα ελληνικά - βελάζω, του bek, το bek, τα bek
- biseksualny στα ελληνικά - αμφιφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλοι, αμφισεξουαλικών, αμφιφυλόφιλους
- dotkliwie στα ελληνικά - κακά, οδυνηρά, άσχημα, σοβαρά, σημαντικά, αυστηρούς, σοβαρή, ...
- elitaryzm στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
Τυχαίες λέξεις
Kopać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέντρισμα, νάρκη, ερευνώ, νύξη, κλοτσώ, κασμάς, μαζεύω, ψάχνω, αναζητώ, σαρκασμός, σκάβω, μεταλλείο, συλλέγω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις: κέντρισμα, νάρκη, ερευνώ, νύξη, κλοτσώ, κασμάς, μαζεύω, ψάχνω, αναζητώ, σαρκασμός, σκάβω, μεταλλείο, συλλέγω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει