Λέξη: ετυμηγορία
Σχετικές λέξεις: ετυμηγορία
λαϊκή ετυμηγορία, ετυμολογία λεξικό, τυφλή ετυμηγορία, η ετυμηγορία, ετυμηγορία συνωνυμα, ετυμολογια λεξεων, ετυμηγορία ταινία, ετυμηγορία συνώνυμο, ετυμηγορία λεξεων, ετυμηγορία αγγλικά
Συνώνυμα: ετυμηγορία
ετυμηγορία ένορκων
Μεταφράσεις: ετυμηγορία
ετυμηγορία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
verdict, verdict of, verdict was, the verdict
ετυμηγορία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
veredicto, fallo, sentencia, juicio, veredicto de, el veredicto
ετυμηγορία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spruch, urteilsspruch, Urteil, Urteilsspruch, Verdikt
ετυμηγορία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sens, avis, verdict, condamnation, décret, sentence, opinion, jugement, verdict de, le verdict
ετυμηγορία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
verdetto, giudizio, sentenza, verdetto di, il verdetto
ετυμηγορία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
veredicto, veredito, sentença, decisão, veredicto de
ετυμηγορία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitspraak, vonnis, sententie, judicium, oordeel, verdict, uitspraak van
ετυμηγορία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решение, мнение, суждение, приговор, вердикт, приговора, приговоре, вердикта
ετυμηγορία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dom, dommen, kjennelse, kjennelsen
ετυμηγορία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dom, domen, Bedömning, utslag, utlåtande
ετυμηγορία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuomio, tuomion, tuomiosta, tuomiota, päätös
ετυμηγορία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dom, dommen, Bedømmelse, kendelse
ετυμηγορία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ortel, výrok, rozhodnutí, mínění, názor, soud, rozsudek, úsudek, verdikt, verdiktu
ετυμηγορία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyrok, opinia, werdykt, grynszpan, orzeczenie, werdyktu, sąd
ετυμηγορία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ítélet, verdikt, vélemény, ítéletet, döntés, ítéletét, ítélete
ετυμηγορία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hüküm, karar, kararı, kararın, hükmü
ετυμηγορία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вердикт, вирок
ετυμηγορία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vendim, aktgjykimi, vendimi, aktgjykimi i, aktgjykim
ετυμηγορία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
присъда, присъдата, решение, произнесе
ετυμηγορία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вердыкт, вэрдыкт
ετυμηγορία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsus, kohtuotsus, kohtuotsust, otsust, hinnangu
ετυμηγορία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
presuda, zaključak, presude, presudu, presudom, presudi
ετυμηγορία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómur, úrskurður, dóm, dómurinn, dómar
ετυμηγορία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
verdiktas, nuosprendis, nuosprendį, sprendimas, verdiktą
ετυμηγορία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spriedums, verdikts, spriedumu, slēdziens
ετυμηγορία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пресудата, пресуда, одлука, пресуда со
ετυμηγορία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
opinie, verdict, verdictul, verdictului, sentință, decizie
ετυμηγορία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razsodbo, razsodba, Sodba, obsodba, sodbo
ετυμηγορία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozsudok, verdikt
Τυχαίες λέξεις