Korumpować στα ελληνικά
Μετάφραση: korumpować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουφές, εκμαυλίζω, αλλοιώνω, ξεμαυλίζω, διαφθείρω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bliźniaczy στα ελληνικά - δίδυμο, δίδυμος, μονά, δύο μονά, twin
- czyścić στα ελληνικά - πινέλο, χτενίζω, κομψός, κουρεύω, τρίβω, εκκαθαρίζω, κλαδεύω, ...
- dezynfekować στα ελληνικά - απολυμαίνω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
- dokładać στα ελληνικά - φτιάχνω, κάνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, προσθέτω, ρητή, σαφής, ...
Τυχαίες λέξεις
Korumpować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουφές, εκμαυλίζω, αλλοιώνω, ξεμαυλίζω, διαφθείρω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Μεταφράσεις: λουφές, εκμαυλίζω, αλλοιώνω, ξεμαυλίζω, διαφθείρω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα