Kosztować στα ελληνικά

Μετάφραση: kosztować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοστίζω, γεύση, δαπάνη, γεύομαι, γούστο, κόστος, κόστους, του κόστους, το κόστος, δαπανών
Kosztować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dolecieć στα ελληνικά - φτάνω, μύγα, πετούν, πετάξει, εισητήριο, εισητήριο για
  • dwojaki στα ελληνικά - διπλός, διττός, διττό, διπλή, διττή
  • długotrwały στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
  • gruchanie στα ελληνικά - μουρμουρίζω, τρυφερολόγημα, ερωτολογώ, COO, ΟΟΟ
Τυχαίες λέξεις
Kosztować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοστίζω, γεύση, δαπάνη, γεύομαι, γούστο, κόστος, κόστους, του κόστους, το κόστος, δαπανών