Krajowy στα ελληνικά
Μετάφραση: krajowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντόπιος, καθομιλούμενος, εσωτερικώς, ενδοχώρα, οικιακός, εθνικός, εσωτερικός, σπίτι, κατοικίδιος, ιθαγενής, υπήκοος, εθνικό, εθνικές, εθνική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adaptowalność στα ελληνικά - ικανότητα προσαρμογής, προσαρμοστικότητα, προσαρμοστικότητας, της προσαρμοστικότητας, προσαρμογής
- ciasnota στα ελληνικά - στενότητα, στενότητας, η στενότητα, περιορισμένου εύρους, περιορισμένο εύρος
- czerstwy στα ελληνικά - τραχύς, γερός, ρωμαλέος, μπαγιάτικος, βραχνός, μπαγιάτικο, έωλη, ...
- gmatwać στα ελληνικά - περίπλοκος, πολύπλοκος, περιπλέκω, συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Krajowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντόπιος, καθομιλούμενος, εσωτερικώς, ενδοχώρα, οικιακός, εθνικός, εσωτερικός, σπίτι, κατοικίδιος, ιθαγενής, υπήκοος, εθνικό, εθνικές, εθνική
Μεταφράσεις: ντόπιος, καθομιλούμενος, εσωτερικώς, ενδοχώρα, οικιακός, εθνικός, εσωτερικός, σπίτι, κατοικίδιος, ιθαγενής, υπήκοος, εθνικό, εθνικές, εθνική