Kształtować στα ελληνικά
Μετάφραση: kształtować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μορφή, δελτίο, μορφώνω, αριθμός, σχηματίζω, σχήμα, πρόσωπο, μόδα, μούχλα, δομή, διαμορφώνω, πλάθω, σχήματος, το σχήμα, μορφής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aoryst στα ελληνικά - αόριστος, αόριστος της, αόριστο, ο αόριστος, ο αόριστος της
- azotować στα ελληνικά - azotize
- demonetyzacja στα ελληνικά - δαίμονας, δαίμονα, δαιμόνιο, δαιμόνων, demon
- hojność στα ελληνικά - αφθονία, επιδαψίλευση, πριμοδότηση, μεγαλοψυχία, συρροή, επίδομα, γενναιοδωρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Kształtować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μορφή, δελτίο, μορφώνω, αριθμός, σχηματίζω, σχήμα, πρόσωπο, μόδα, μούχλα, δομή, διαμορφώνω, πλάθω, σχήματος, το σχήμα, μορφής
Μεταφράσεις: μορφή, δελτίο, μορφώνω, αριθμός, σχηματίζω, σχήμα, πρόσωπο, μόδα, μούχλα, δομή, διαμορφώνω, πλάθω, σχήματος, το σχήμα, μορφής