Μόδα στα πολωνικά

Μετάφραση: μόδα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykończać, zwyczaj, moda, fason, fasonować, styl, wzór, skłonność, kształtować, tendencja, dążyć, kierunek, dążność, Fashion, mody, Modne
Μόδα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόδα

μόδα παπούτσια καλοκαίρι 2014, μόδα και νέοι, μόδα βικιπαίδεια, μόδα για παχουλές, μόδα καλοκαίρι 2014, μόδα λεξικό γλώσσας πολωνικά, μόδα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μωρό στα πολωνικά - niemowlę, niemowlęctwo, niemowlak, dzieciątko, dzieciuch, bobas, dziecinka, ...
  • μωρόπιστος στα πολωνικά - naiwny, łatwowierny, łatwowierni, gullible, naiwni
  • μόλις στα πολωνικά - tylko, właśnie, nominalny, rzetelny, ściśle, słuszny, sprawiedliwy, ...
  • μόλος στα πολωνικά - mol, pomost, molo, kret, wtyczka, przystań, grobla, ...
Τυχαίες λέξεις
Μόδα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wykończać, zwyczaj, moda, fason, fasonować, styl, wzór, skłonność, kształtować, tendencja, dążyć, kierunek, dążność, Fashion, mody, Modne