Kurować στα ελληνικά

Μετάφραση: kurować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κερνώ, κέρασμα
Kurować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • azotowy στα ελληνικά - νιτρικό, νιτρικού, αζώτου, μονοξειδίου, του αζώτου
  • boran στα ελληνικά - βορικό, βορικού, βορικά, βορικών, βορικό άλας
  • budowanie στα ελληνικά - χτίζω, κατασκευή, ανάστημα, κορμοστασιά, ανέγερση, μπόι, κτίριο, ...
  • faworyzować στα ελληνικά - εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ
Τυχαίες λέξεις
Kurować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κερνώ, κέρασμα