Leśniczówka στα ελληνικά

Μετάφραση: leśniczówka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάσος, δασοφύλακας, δασολόγο, δασολόγου, δασοκόμου, δασοπόνος
Leśniczówka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • deblowy στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, δίκλινα, διπλασιάζεται, διπλά, διπλασιάζει, ...
  • ekspiacyjny στα ελληνικά - εξαγνιστήριος, εκπνευστικός, εξιλαστήριος, εξιλαστήριες, εξιλαστήρια
  • eliminacja στα ελληνικά - απόρριψη, εξάλειψη, αποβολή, κατάργηση, εξάλειψης, εξάλειψης της
Τυχαίες λέξεις
Leśniczówka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάσος, δασοφύλακας, δασολόγο, δασολόγου, δασοκόμου, δασοπόνος