Legalny στα ελληνικά
Μετάφραση: legalny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νόμιμος, θεμιτός, καθαρός, ανοικτός, νομικός, νομική, νομικό, νομικά, νομικές
Μεταφράσεις
- behawioralny στα ελληνικά - συμπεριφοράς, συμπεριφορικές, συμπεριφορική, της συμπεριφοράς, συμπεριφορικών
- derywacja στα ελληνικά - παραγωγή, εξαγωγή, προέλευση, παράγωγο, συναγωγή
- filiera στα ελληνικά - περιδινητή, κλωστική μηχανή, νηματοποιητικής ολκού, μήτρας νηματοποίησης, νηματοποιητικής
- frazeologiczny στα ελληνικά - ιδιωματικός, ιδιωματικούς, ιδιωματικές, ιδιωματισμούς, ιδιωματικών
Τυχαίες λέξεις
Legalny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νόμιμος, θεμιτός, καθαρός, ανοικτός, νομικός, νομική, νομικό, νομικά, νομικές
Μεταφράσεις: νόμιμος, θεμιτός, καθαρός, ανοικτός, νομικός, νομική, νομικό, νομικά, νομικές