Lichy στα ελληνικά
Μετάφραση: lichy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατάστατος, καημένος, ελεεινός, φτωχός, πενιχρός, ασήμαντος, γιογιό, ασήμαντη, ασήμαντο, γιογιό μωρού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agresja στα ελληνικά - επιθετικότητα, επίθεση, επιθετικότητας, επίθεσης, την επιθετικότητα
- alokacja στα ελληνικά - κατανομή, καταμερισμός, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
- czarterowanie στα ελληνικά - ναυλώνω, καταστατικό, ναύλωση, ναύλωσης, ναυλώσεις, ναυλώσεως, τη ναύλωση
- ekspatriować στα ελληνικά - εκπατρισμένος, εκπατρισμένο, εκπατρισμένων, αποδήμων, εκπατρισμένους
Τυχαίες λέξεις
Lichy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατάστατος, καημένος, ελεεινός, φτωχός, πενιχρός, ασήμαντος, γιογιό, ασήμαντη, ασήμαντο, γιογιό μωρού
Μεταφράσεις: ακατάστατος, καημένος, ελεεινός, φτωχός, πενιχρός, ασήμαντος, γιογιό, ασήμαντη, ασήμαντο, γιογιό μωρού