Męczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: męczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασανίζω, κόπος, εξαντλημένος, φασαρία, κουρασμένος, βασανισμός, ταλαιπωρία, μπελάς, σβάρνα, ενοχλώ, κουράζω, εξαντλώ, μόχθος, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ekwipaż στα ελληνικά - καροτσάκια, άμαξες, βαγόνια, φορεία, βαγονιών
- eukaliptus στα ελληνικά - ευκάλυπτος, ευκαλύπτου, ευκάλυπτο, ευκαλύπτων, ευκαλύπτους
- ilustrować στα ελληνικά - δείχνω, εξηγώ, εμφαίνω, παράσταση, διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ, ...
- izolator στα ελληνικά - μονωτικό, μονωτής, μονωτήρα, μονωτή, μονωτικό υλικό
Τυχαίες λέξεις
Męczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασανίζω, κόπος, εξαντλημένος, φασαρία, κουρασμένος, βασανισμός, ταλαιπωρία, μπελάς, σβάρνα, ενοχλώ, κουράζω, εξαντλώ, μόχθος, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Μεταφράσεις: βασανίζω, κόπος, εξαντλημένος, φασαρία, κουρασμένος, βασανισμός, ταλαιπωρία, μπελάς, σβάρνα, ενοχλώ, κουράζω, εξαντλώ, μόχθος, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια