Młodszy στα ελληνικά
Μετάφραση: młodszy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικρότερος, υφιστάμενος, κατώτερος, κατώτερο, Νέων, Τζούνιορ, νεώτερος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dolać στα ελληνικά - ξαναγέμισμα, επαναπλήρωσης, επαναπληρώσεως, ξαναγεμίσματος, ανταλλακτικού
- fusy στα ελληνικά - λόγους, λόγοι, λόγων, σκεπτικό, λόγω
- graniczyć στα ελληνικά - σύνορο, συνορεύω, εφάπτομαι, μεταίχμιο, μεθόριος, ρέλι, καταλήγω, ...
- grawimetryczny στα ελληνικά - σταθμική, σταθμικής, βαρυμετρική, βαρυμετρικό, βαρομετρική
Τυχαίες λέξεις
Młodszy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικρότερος, υφιστάμενος, κατώτερος, κατώτερο, Νέων, Τζούνιορ, νεώτερος
Μεταφράσεις: μικρότερος, υφιστάμενος, κατώτερος, κατώτερο, Νέων, Τζούνιορ, νεώτερος