Υφιστάμενος στα πολωνικά
Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
junior, młodszy, sługa, podwładny, prąd, aktualny, bieżący, prądu, obecny
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος
υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας πολωνικά, υφιστάμενος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- υφαντής στα πολωνικά - tkacz, denko, tkaczka, Weaver, tkaczem, tkacza
- υφηγητής στα πολωνικά - adiunkt, prelekcja, wykładowca, prelegent, wykładowcą, wykładowcy, wykł
- υψόμετρο στα πολωνικά - wysokość, wzniesienie, alt, wysokości, wysokość ponad poziomem morza, Altitude, npm
- υψώνω στα πολωνικά - wnosić, wezbranie, znosić, mobilizować, zaciągać, podnośnik, podnieść, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: junior, młodszy, sługa, podwładny, prąd, aktualny, bieżący, prądu, obecny
Μεταφράσεις: junior, młodszy, sługa, podwładny, prąd, aktualny, bieżący, prądu, obecny