Masować στα ελληνικά

Μετάφραση: masować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μασάζ, μαλάζω, τρίβω, Massage, υδρομασάζ, για μασάζ
Masować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bazgracz στα ελληνικά - κακογράφος
  • efendi στα ελληνικά - Εφέντι, εφέντης, Effendi, Εφέντη
  • gazik στα ελληνικά - τζιπ, γάζα, γάζας, γάζες, μεταλλικά, πλέγμα
  • grudka στα ελληνικά - πήζω, βώλος, μπουμπούνας, βραχιόνιο, σβόλο, το βραχιόνιο, σβόλος
Τυχαίες λέξεις
Masować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μασάζ, μαλάζω, τρίβω, Massage, υδρομασάζ, για μασάζ