Merytoryczny στα ελληνικά
Μετάφραση: merytoryczny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιαστικός, ευχαριστημένος, ικανοποιημένο, ουσιαστικό, ικανοποιημένος, αξιόλογος, στερεός, ουσιώδης, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dekapitacja στα ελληνικά - αποκεφαλισμός, αποκεφαλισμό, αποκεφαλισμού, τον αποκεφαλισμό
- docierać στα ελληνικά - κατορθώνω, φτάνω, επιτυγχάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, ...
- emulgować στα ελληνικά - γαλακτώνω, γαλακτωματοποιεί, γαλακτωματοποιήσει, γαλακτωματοποιήσουν, γαλακτωματοποιούν
- imigracja στα ελληνικά - μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική
Τυχαίες λέξεις
Merytoryczny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιαστικός, ευχαριστημένος, ικανοποιημένο, ουσιαστικό, ικανοποιημένος, αξιόλογος, στερεός, ουσιώδης, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη
Μεταφράσεις: ουσιαστικός, ευχαριστημένος, ικανοποιημένο, ουσιαστικό, ικανοποιημένος, αξιόλογος, στερεός, ουσιώδης, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη