Mniemać στα ελληνικά
Μετάφραση: mniemać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποθέτω, κρίνω, σκέπτομαι, σκέφτομαι, θεωρώ, υποτίθεται, νομίζω, νομίζετε, σκεφτείτε, σκέφτονται, πιστεύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czeladnik στα ελληνικά - δόκιμος, ειδικευμένος τεχνίτης, τεχνίτη, τεχνίτης, από τεχνίτη, τον τεχνίτη
- ekonomicznie στα ελληνικά - οικονομικά, οικονομική, από οικονομική, οικονομικώς, οικονομικής
- encefalograficzny στα ελληνικά - εγκεφαλογράφημα
Τυχαίες λέξεις
Mniemać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποθέτω, κρίνω, σκέπτομαι, σκέφτομαι, θεωρώ, υποτίθεται, νομίζω, νομίζετε, σκεφτείτε, σκέφτονται, πιστεύουν
Μεταφράσεις: υποθέτω, κρίνω, σκέπτομαι, σκέφτομαι, θεωρώ, υποτίθεται, νομίζω, νομίζετε, σκεφτείτε, σκέφτονται, πιστεύουν