Mocno στα ελληνικά
Μετάφραση: mocno, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυνατά, ψηλός, σφικτά, ακράδαντα, σκληρός, σταθερά, σωστά, ευπρεπέστατα, δύσκολος, έντονα, σθεναρά, ισχυρά, θερμά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diakon στα ελληνικά - διάκονος, διάκονο, διακόνου, διάκος, ιεροδιάκονος
- gotówka στα ελληνικά - χρήματα, λεφτά, μετρητά, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ...
- indygo στα ελληνικά - λουλάκι, Indigo, λουλακί, ινδικό, Το Indigo
- inhalować στα ελληνικά - εισπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν
Τυχαίες λέξεις
Mocno στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυνατά, ψηλός, σφικτά, ακράδαντα, σκληρός, σταθερά, σωστά, ευπρεπέστατα, δύσκολος, έντονα, σθεναρά, ισχυρά, θερμά
Μεταφράσεις: δυνατά, ψηλός, σφικτά, ακράδαντα, σκληρός, σταθερά, σωστά, ευπρεπέστατα, δύσκολος, έντονα, σθεναρά, ισχυρά, θερμά