Mocowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: mocowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στερέωση, βουνό, όρος, βάση, mount, Άγιον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- armatka στα ελληνικά - πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, κανόνι, πυροβόλο, το κανόνι, κανονιού, ...
- chochlik στα ελληνικά - διαβολάκι, δαιμόνιο, imp, ΟΘΠ, ΟΜΠ
- dramatopisarstwo στα ελληνικά - δραματουργία, δραματουργίας, δραματουργική, δραματολογίου
- dziwka στα ελληνικά - πατσαβούρα, πόρνη, σκωρία, σκύλα, τσούλα, παλιοθήλυκο, τσουλί, ...
Τυχαίες λέξεις
Mocowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στερέωση, βουνό, όρος, βάση, mount, Άγιον
Μεταφράσεις: στερέωση, βουνό, όρος, βάση, mount, Άγιον