Montować στα ελληνικά
Μετάφραση: montować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεγείρω, όρος, συναθροίζω, εκδίδω, ανεβαίνω, ορθώνω, επιμελούμαι, αυξάνομαι, βουνό, αναστηλώνω, συναρμολογώ, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- berbeć στα ελληνικά - κατσικάκι, πιτσιρίκος, βρομόπαιδο, παιδί, μικρό παιδί, νήπιο, το μικρό παιδί, ...
- biblijny στα ελληνικά - βιβλικός, βιβλική, την βιβλική, βιβλικό, βιβλικές
- doborowy στα ελληνικά - άριστος, διαλέγω, εξαίσιος, διάλεξε, πήρε, πάρει, συλλέγονται, ...
- głodówka στα ελληνικά - δίαιτα λιμοκτονίας, δίαιτα πείνας, διατροφή λιμού
Τυχαίες λέξεις
Montować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεγείρω, όρος, συναθροίζω, εκδίδω, ανεβαίνω, ορθώνω, επιμελούμαι, αυξάνομαι, βουνό, αναστηλώνω, συναρμολογώ, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει
Μεταφράσεις: ανεγείρω, όρος, συναθροίζω, εκδίδω, ανεβαίνω, ορθώνω, επιμελούμαι, αυξάνομαι, βουνό, αναστηλώνω, συναρμολογώ, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει