Morzyć στα ελληνικά
Μετάφραση: morzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρενοχλώ, λιμοκτονώ, πεινώ, παρενοχλούν, παρενοχλήσει, παρενοχλεί, παρενοχλείτε, παρενοχλήσουν
Μεταφράσεις
- arsenał στα ελληνικά - οπλοστάσιο, Άρσεναλ, οπλοστάσιό, οπλοστασίου, το οπλοστάσιο
- chałka στα ελληνικά - κιμωλία
- dogmatyk στα ελληνικά - δογματιστής, δογματιστή, δογματικός, δογματικού, δογματιστή ο
Τυχαίες λέξεις
Morzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, λιμοκτονώ, πεινώ, παρενοχλούν, παρενοχλήσει, παρενοχλεί, παρενοχλείτε, παρενοχλήσουν
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, λιμοκτονώ, πεινώ, παρενοχλούν, παρενοχλήσει, παρενοχλεί, παρενοχλείτε, παρενοχλήσουν