Nęcić στα ελληνικά

Μετάφραση: nęcić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δελεάζω, δόλωμα, αποπλανώ, μαυλίζω, ξελογιάζω, παρασύρω, δέλεαρ, θέλγητρο, γοητεία, δολώματος
Nęcić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amperozwój στα ελληνικά - Αμπέρ, Ampere, τιμή αμπέρ, του Ampere, τιμή σε Αμπέρ
  • atlas στα ελληνικά - άτλας, Atlas, άτλαντα, άτλαντας, άτλαντος
  • boleść στα ελληνικά - αγωνιώ, θλίψη, ατυχία, αγωνία, καημός, πόνος, άγχος, ...
  • inspekcyjny στα ελληνικά - superintending
Τυχαίες λέξεις
Nęcić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δελεάζω, δόλωμα, αποπλανώ, μαυλίζω, ξελογιάζω, παρασύρω, δέλεαρ, θέλγητρο, γοητεία, δολώματος