Nawiązanie στα ελληνικά

Μετάφραση: nawiązanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναφορά, σχέση, ανταπόκριση, αναγωγή, σύνδεση, παραπομπή, αναφοράς, αναφοράς για, αναφοράς που
Nawiązanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciemnobrązowy στα ελληνικά - πυρόξανθος, σκούρο καφέ, σκοτεινό καστανό, σκούρα καφέ, σκούρου καφέ, σκοτεινό καφέ
  • demontować στα ελληνικά - αποσυναρμολογώ, διαλύω, πεζεύω, αποσυναρμολόγηση, αποσυναρμολογήσετε, αποσυναρμολογήσει, αποσυναρμολογείτε, ...
  • dysocjować στα ελληνικά - αποσυνθέτω, σαπίζω, διαχωρίζω, διίστανται, διαχωρίσει, διαχωριστεί, αποσυνδεθεί
  • geografia στα ελληνικά - γεωγραφία, γεωγραφίας, τη γεωγραφία, γεωγραφική, η γεωγραφία
Τυχαίες λέξεις
Nawiązanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναφορά, σχέση, ανταπόκριση, αναγωγή, σύνδεση, παραπομπή, αναφοράς, αναφοράς για, αναφοράς που