Nawyknięcie στα ελληνικά
Μετάφραση: nawyknięcie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έθιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alteracja στα ελληνικά - διέγερση, μεταβολή, αλλαγή, μετατροπή, τροποποίηση, αλλοίωση
- ekspresowy στα ελληνικά - διατυπώνω, εκφράζω, εκφράζουν, εκφράσω, εκφράσει, εκφράσουν
- faska στα ελληνικά - σαπιοκάραβο, Faska
- handlować στα ελληνικά - εμπόριο, επάγγελμα, επιτήδευμα, εμπορεύματα, δοσοληψία, πραμάτεια, κυκλοφορία, ...
Τυχαίες λέξεις
Nawyknięcie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έθιμο
Μεταφράσεις: έθιμο