Niewybredny στα ελληνικά

Μετάφραση: niewybredny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χοντρός, αισχρός, πρόστυχος, ακαθάριστος, ανεπεξέργαστος, ανεπεξέργαστο, μη ραφιναρισμένο, μη ραφιναρισμένου, μη καθαρισμένο
Niewybredny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bukoliczny στα ελληνικά - βουκολικός, ποιμενικός, βουκολικό, βουκολική, βουκολικής, βουκολικοί
  • buntowniczo στα ελληνικά - επαναστατικά
  • ciężkość στα ελληνικά - βαρύτητα, αυστηρότητα, βάρους, ένταση, αίσθημα βάρους, βαρέως
  • cudzoziemski στα ελληνικά - αλλοδαπός, εξωγήινος, εξωτερικός, ξένος, ξένων, ξένες, ξένο
Τυχαίες λέξεις
Niewybredny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χοντρός, αισχρός, πρόστυχος, ακαθάριστος, ανεπεξέργαστος, ανεπεξέργαστο, μη ραφιναρισμένο, μη ραφιναρισμένου, μη καθαρισμένο