Nosić στα ελληνικά
Μετάφραση: nosić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταφέρω, κουβαλώ, γεννώ, υποφέρω, φορώ, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- całkowitość στα ελληνικά - ακεραιότητα, ολότητα, πληρότητα, ολότητας, την πληρότητα
- diabelny στα ελληνικά - διαβολικός, σατανικός, μόρτικος, διαβολική, διαβολικό
- estymacja στα ελληνικά - εκτίμηση, εκτίμησης, υπολογισμό, την εκτίμηση, εκτιμήσεις
- izotropia στα ελληνικά - ισοτροπίας, ισοτροπία, την ισοτροπία, της ισοτροπία
Τυχαίες λέξεις
Nosić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταφέρω, κουβαλώ, γεννώ, υποφέρω, φορώ, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Μεταφράσεις: μεταφέρω, κουβαλώ, γεννώ, υποφέρω, φορώ, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν