Nowość στα ελληνικά
Μετάφραση: nowość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νέα, ειδήσεις, καινοτομία, Νέος, καινοτομίας, φαντεζί, νεωτερισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bankietować στα ελληνικά - πανδαισία, συμπόσιο, ευωχούμαι, ξεφαντώνω, carouse, γλέντι, μεθοκοπώ
- bratek στα ελληνικά - πανσές, πανσέ, pansy, πούστης, παιδεραστής
- ceremonia στα ελληνικά - εθιμοτυπία, τελετή, τελετής, τελετή απονομής, εκδήλωση, τελετή που
- chwalebnie στα ελληνικά - ένδοξα, λαμπρά, ένδοξη, gloriously, δοξασμένος
Τυχαίες λέξεις
Nowość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νέα, ειδήσεις, καινοτομία, Νέος, καινοτομίας, φαντεζί, νεωτερισμού
Μεταφράσεις: νέα, ειδήσεις, καινοτομία, Νέος, καινοτομίας, φαντεζί, νεωτερισμού