Nurkować στα ελληνικά

Μετάφραση: nurkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουτώ, πέφτω, καταδύομαι, καταγώγιο, κατάδυση, βουτιά, δοκάρι, κατάδυσης, καταδύσεων
Nurkować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autokracja στα ελληνικά - αυτοκρατορία, απολυταρχία, απολυταρχίας, μονοκρατορία, αυταρχισμό, την απολυταρχία
  • biwakowanie στα ελληνικά - κατασκήνωση, κάμπινγκ, camping, κατασκήνωσης, το κάμπινγκ
  • duchowy στα ελληνικά - πνευματικός, πνευματική, πνευματικό, πνευματικές, πνευματικά
  • imaginacyjny στα ελληνικά - φανταστικός, φανταστικό, φανταστικού, νοητή, φαντασιακό
Τυχαίες λέξεις
Nurkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουτώ, πέφτω, καταδύομαι, καταγώγιο, κατάδυση, βουτιά, δοκάρι, κατάδυσης, καταδύσεων