Ołów στα ελληνικά

Μετάφραση: ołów, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμίζω, ηγούμαι, μόλυβδος, λουρί, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Ołów στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bilateralny στα ελληνικά - διμερής, διμερείς, διμερών, διμερή, διμερούς
  • czesanka στα ελληνικά - πενιέ, worsted, στριμμένα μάλλινα, από χτενισμένο, συντριβής
  • duby στα ελληνικά - Duby
  • gardzić στα ελληνικά - καταφρόνια, περιφρονώ, περιφρόνηση, περιφρονούν, περιφρονεί, περιφρονούμε, καταφρονήσει
Τυχαίες λέξεις
Ołów στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμίζω, ηγούμαι, μόλυβδος, λουρί, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί