Oś στα ελληνικά
Μετάφραση: oś, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άξονας, προσωπικό, άξονα, τον άξονα, άξονος, άξονά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amatorstwo στα ελληνικά - ερασιτεχνισμός, ερασιτεχνισμού, ερασιτεχνισμούς
- dotychczasowy στα ελληνικά - ρεύμα, τωρινός, προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
- elektromagnes στα ελληνικά - ηλεκτρομαγνήτης, ηλεκτρομαγνήτη, ηλεκτρομαγνήτου, ηλεκτρομαγνητικών, ηλεκτρομαγνητών
- entomologia στα ελληνικά - εντομολογία, Εντομολογίας, Entomology, της εντομολογίας
Τυχαίες λέξεις
Oś στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άξονας, προσωπικό, άξονα, τον άξονα, άξονος, άξονά
Μεταφράσεις: άξονας, προσωπικό, άξονα, τον άξονα, άξονος, άξονά