Ośmieszać στα ελληνικά

Μετάφραση: ośmieszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβλακώνω, διασυρμός, γελοιοποιώ, ρεζιλεύω, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Ośmieszać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anioł στα ελληνικά - άγγελος, αγγέλου, άγγελο, Ο Angel, αγγέλων
  • asekurować στα ελληνικά - προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει
  • cyfrowy στα ελληνικά - ψηφιακός, ψηφιακό, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
  • gnojek στα ελληνικά - βρωμιάρης, κάθαρμα, αναπαριστάμενος ως βρωμερός, βρωμών, ο αναπαριστάμενος ως βρωμερός
Τυχαίες λέξεις
Ośmieszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβλακώνω, διασυρμός, γελοιοποιώ, ρεζιλεύω, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό