Obciąć στα ελληνικά
Μετάφραση: obciąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περικόπτω, κόψιμο, κοπή, κόβω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Μεταφράσεις
- amper στα ελληνικά - αμπέρ, τιμή αμπέρ, ampere, τιμή σε Αμπέρ, ένταση σε αμπέρ
- bosy στα ελληνικά - γυμνός, ξυπόλυτος, ξυπόλητοι, ξυπόλυτοι, γυμνά, γυμνά πόδια
- emulacja στα ελληνικά - άμιλλα, εξομοίωσης, εξομοίωση, προσομοίωση, προσομοίωσης
- ewolucyjny στα ελληνικά - εξελικτικός, εξελικτική, εξελικτικής, εξελικτικό, εξελικτικές, εξελικτικά
Τυχαίες λέξεις
Obciąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περικόπτω, κόψιμο, κοπή, κόβω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Μεταφράσεις: περικόπτω, κόψιμο, κοπή, κόβω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής