Obfitować στα ελληνικά

Μετάφραση: obfitować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοκκινίζω, βρίθω, αφθονούν, βρίθουν, αφθονεί
Obfitować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezrogi στα ελληνικά - άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλοι, άοπλων, άοπλη, άοπλους
  • cyklamen στα ελληνικά - κυκλάμινο, κυκλάμινα, κυκλάμινου, κυκλαμίνων, το κυκλάμινο
  • dama στα ελληνικά - κυρία, βασίλισσα, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
  • fotoreportaż στα ελληνικά - φωτογραφία, Φωτορεπορτάζ
Τυχαίες λέξεις
Obfitować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοκκινίζω, βρίθω, αφθονούν, βρίθουν, αφθονεί