Obrabować στα ελληνικά

Μετάφραση: obrabować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ληστεύω, ξεγυμνώνω, τουφέκι, καραμπίνα, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
Obrabować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akumulacja στα ελληνικά - συσσώρευση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
  • buńczuk στα ελληνικά - καμάρι, λοφίο, το λοφίο, αυτοπεποίθηση, η εμμονή
  • cembrowina στα ελληνικά - σανίδωμα
  • dekadent στα ελληνικά - παρηκμασμένος, παρακμιακή, παρακμιακό, παρηκμασμένη, παρακμιακά
Τυχαίες λέξεις
Obrabować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ληστεύω, ξεγυμνώνω, τουφέκι, καραμπίνα, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob